δυνατός

δυνατός
η , ό[ν]
1) в разн. знач сильный;

δυνατή κράση — крепкое здоровье;

δυνατή παγωνιά — сильный мороз;

δυνατ επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);

δυνατή επιρροή — сильное влияние;

είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;

δυνατ πυρετός — сильный жар;

δυνατ πόνος — сильная боль;

δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;

δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);

δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);

2) крепкий, прочный;

δυνατό σχοινί — прочная верёвка;

3) перен. крепкий;

δυνατός καπνός — крепкий табак;

δυνατό κρασί — крепкое вино;

4) возможный, потенциальный;

είναι δυνατό — можно, возможно;

δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;

б) не может быть;

μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;

τα δυνατά — всё возможное;

§ βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;

κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;

κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;

насколько возможно;

όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "δυνατός" в других словарях:

  • δυνατός — strong masc nom sg δυνατός strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… …   Dictionary of Greek

  • δυνατός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός, ρωμαλέος: Είναι δυνατός άντρας. 2. στερεός, ανθεκτικός, γερός: Έχει δυνατό οργανισμό. 3. αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί: Δεν είναι δυνατός ένας συμβιβασμός ανάμεσά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνατώτερον — δυνατός strong adverbial comp δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτάτων — δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέραις — δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέρων — δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατά — δυνατός strong neut nom/voc/acc pl δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc/acc dual δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc sg (doric aeolic) δυνατός strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατόν — δυνατός strong masc acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg δυνατός strong masc/fem acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατα — δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατον — δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»